σμικροῖς

σμικροῖς
σμικροῖς
σμῑκροῖς , μικρός
small: masc /neut dat pl
σμῑκροῖς , σμικρός
small: masc /neut dat pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σμικροῖς — σμῑκροῖς , μικρός small masc/neut dat pl σμῑκροῖς , σμικρός small masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • ορμώ — (I) (Α ὁρμῶ, άω) [ορμή] 1. κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, ρίχνομαι, χυμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι (α. «όρμησε να τόν χτυπήσει» β. «ὥρμησαν ἁμιλλᾱσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον» γ. «όρμησε στη μάχη» δ. «ἐς ἀγῶνα τὸνδ ἔνοπλος ὁρμᾷ», Ευρ.) νεοελλ. (μέσ. και παθ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”